- συντυραννος
- συντύραννοςσυν-τύραννοςὅ разделяющий власть тиранна, вместе царствующий Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συντύραννος — ὁ, ἡ, Α [τύραννος] αυτός που είναι τύραννος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
συντυράννων — συντύραννος fellow tyrant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυραννώ — έω, ΜΑ [συντύραννος] μσν. παθ. συντυραννοῦμαι, έομαι βασανίζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. συμμετέχω στην άσκηση απόλυτης εξουσίας, μετέχω σε τυραννίδα … Dictionary of Greek